- Γοργῶς
- Γοργώthe Gorgonfem gen sg (doric aeolic)Γοργώthe Gorgonfem acc plΓοργώthe Gorgonfem nom/voc pl (doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
γοργῶς — γοργός grim adverbial … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Γόργως — Γόργος masc acc pl (doric) Γόργω fem acc pl Γόργω fem nom/voc pl (doric aeolic) Γόργω fem gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κομματικός — ή, ό (AM κομματικός, ή, όν) [κόμμα] νεοελλ. 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε πολιτικό κόμμα («κομματική οργάνωση») 2. αυτός που μεροληπτεί υπέρ ορισμένης μερίδας μσν. αρχ. αυτός που αποτελείται από μικρές προτάσεις αρχ. το ουδ. ως ουσ. τὸ… … Dictionary of Greek
Άτλας — I Μυθολογικό πρόσωπο, γιος του Ουρανού και της Γης και αδερφός του Κρόνου. Άλλη εκδοχή τον παρουσιάζει γιο του Ιαπετού και της Ωκεανίδας Κλυμένης, αδελφό του Προμηθέα του Επιμηθέα και του Μενοιτίου. Ανήκε στη γενιά των θεών που προηγήθηκαν των… … Dictionary of Greek
ԵՐԱԳԱԲԱՐ — ( ) NBH 1 0664 Chronological Sequence: Unknown date մ. Նոյն ընդ վ. (=ԵՐԱԳ) εὑθέως, γοργῶς celeriter, acriter *Երագաբար զաւար հարկանիջի՛ր. Ճ. ՟Գ.: *Ցուցանելով երագաբար». այսինքն արագամտութեամբ. Կիւրղ. գանձ … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)